Αμερικανοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άνδρες που ανησυχούν περισσότερο, αναπτύσσουν καρδιακά προβλήματα και διαβήτη νωρίτερα. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of the American Heart Association».Για να εντοπιστεί η σχέση μεταξύ άγχους και παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών προβλημάτων, εγκεφαλικού επεισοδίου και διαβήτη τύπου 2, οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία των συμμετεχόντων στη μελέτη Normative Aging Study σχετικά με τη γήρανση των ανδρών, μια διαχρονική μελέτη που ξεκίνησε το 1961 στην κλινική Βετεράνων των ΗΠΑ στη Βοστώνη.Η μελέτη περιλάμβανε στοιχεία 1.561 ανδρών, η μέση ηλικία των οποίων το 1975 ήταν 53 έτη. Δεν είχαν κανένα καρδιαγγειακό πρόβλημα ή καρκίνο τον καιρό που εντάχτηκαν στη βάση δεδομένων της έρευνας και όλοι τους έκαναν εξετάσεις σχετικά με το επίπεδο του νευρωτισμού.Ο νευρωτισμός είναι ένα από τα βασικά ψυχικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που χαρακτηρίζει ανθρώπους που έχουν τάση να αισθάνονται άγχος, νευρικότητα, ανησυχία, φόβο, θυμό και απογοήτευση σε διάφορες καταστάσεις. Άνθρωποι με υψηλό επίπεδο νευρωτισμού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο περιβαλλοντικό στρες και αντιδρούν άσχημα σε αυτό.«Τα αποτελέσματά της μελέτης μάς αποδεικνύουν ότι τα πιο υψηλά επίπεδα άγχους μεταξύ των ανδρών συνδέονται με βιολογικές διεργασίες που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακά προβλήματα και μεταβολικές διαταραχές. Η σύνδεση αυτή μπορεί να είχε δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα από ό,τι είναι κοινώς αποδεκτό, πιθανώς ακόμη στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία» αναφέρεται στο σχετικό δελτίο τύπου της αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας από τη Λεουίνα Λι, διδάκτορα ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και κλινική ψυχολόγο στο Εθνικό Κέντρο Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες του Τμήματος Βετεράνων των ΗΠΑ.«Το άγχος συνδέεται με τις προσπάθειές μας να λύσουμε κάποιο πρόβλημα, το αποτέλεσμα του οποίου είναι ασαφές, καθώς μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό. Το άγχος μπορεί να είναι προσαρμόσιμο, για παράδειγμα, όταν μας οδηγεί σε εποικοδομητικές λύσεις, ή επικίνδυνο, ειδικά όταν γίνεται ανεξέλεγκτο και περιορίζει τις καθημερινές μας δραστηριότητες» εξήγησε η επιστήμονας.Οι συμμετέχοντες στη μελέτη έπρεπε να πραγματοποιούν τσεκάπ και εξετάσεις αίματος κάθε τρία ή πέντε χρόνια. Οι μελετητές διάλεξαν επτά δείκτες που σχετίζονται με καρδιομεταβολικό κίνδυνο ως παράμετρο αξιολόγησης της κατάστασης υγείας: Κάθε συμμετέχων λάμβανε έναν βαθμό για κάθε έναν από τους επτά παράγοντες κινδύνου. Εάν κάποιος έφτανε να έχει έξι ή περισσότερους δείκτες υψηλού κινδύνου, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι είχε ήδη αναπτύξει καρδιομεταβολική νόσο.Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεταξύ 33 και 65 ετών, ο μέσος αριθμός καρδιομεταβολικών παραγόντων υψηλού κινδύνου αυξανόταν περίπου κατά έναν βαθμό ανά δεκαετία, με μέσο όρο τους 3,8 βαθμούς έως την ηλικία των 65 ετών. Ωστόσο, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, οι συμμετέχοντες με υψηλότερα επίπεδα νευρωτισμού είχαν λάβει περισσότερους βαθμούς. Με την προσαρμογή των δημογραφικών χαρακτηριστικών όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση και το οικογενειακό ιστορικό καρδιακών παθήσεων, οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι έχουν 13% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιομεταβολική νόσο από τα άτομα με χαμηλό άγχος.
Η συνεχής ανησυχία προκαλεί καρδιακά προβλήματα και διαβήτη.
Αμερικανοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άνδρες που ανησυχούν περισσότερο, αναπτύσσουν καρδιακά προβλήματα και διαβήτη νωρίτερα. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of the American Heart Association».
Για να εντοπιστεί η σχέση μεταξύ άγχους και παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών προβλημάτων, εγκεφαλικού επεισοδίου και διαβήτη τύπου 2, οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία των συμμετεχόντων στη μελέτη Normative Aging Study σχετικά με τη γήρανση των ανδρών, μια διαχρονική μελέτη που ξεκίνησε το 1961 στην κλινική Βετεράνων των ΗΠΑ στη Βοστώνη.
Η μελέτη περιλάμβανε στοιχεία 1.561 ανδρών, η μέση ηλικία των οποίων το 1975 ήταν 53 έτη. Δεν είχαν κανένα καρδιαγγειακό πρόβλημα ή καρκίνο τον καιρό που εντάχτηκαν στη βάση δεδομένων της έρευνας και όλοι τους έκαναν εξετάσεις σχετικά με το επίπεδο του νευρωτισμού.
Ο νευρωτισμός είναι ένα από τα βασικά ψυχικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που χαρακτηρίζει ανθρώπους που έχουν τάση να αισθάνονται άγχος, νευρικότητα, ανησυχία, φόβο, θυμό και απογοήτευση σε διάφορες καταστάσεις. Άνθρωποι με υψηλό επίπεδο νευρωτισμού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο περιβαλλοντικό στρες και αντιδρούν άσχημα σε αυτό.
«Τα αποτελέσματά της μελέτης μάς αποδεικνύουν ότι τα πιο υψηλά επίπεδα άγχους μεταξύ των ανδρών συνδέονται με βιολογικές διεργασίες που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακά προβλήματα και μεταβολικές διαταραχές. Η σύνδεση αυτή μπορεί να είχε δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα από ό,τι είναι κοινώς αποδεκτό, πιθανώς ακόμη στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία» αναφέρεται στο σχετικό δελτίο τύπου της αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας από τη Λεουίνα Λι, διδάκτορα ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και κλινική ψυχολόγο στο Εθνικό Κέντρο Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες του Τμήματος Βετεράνων των ΗΠΑ.
«Το άγχος συνδέεται με τις προσπάθειές μας να λύσουμε κάποιο πρόβλημα, το αποτέλεσμα του οποίου είναι ασαφές, καθώς μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό. Το άγχος μπορεί να είναι προσαρμόσιμο, για παράδειγμα, όταν μας οδηγεί σε εποικοδομητικές λύσεις, ή επικίνδυνο, ειδικά όταν γίνεται ανεξέλεγκτο και περιορίζει τις καθημερινές μας δραστηριότητες» εξήγησε η επιστήμονας.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη έπρεπε να πραγματοποιούν τσεκάπ και εξετάσεις αίματος κάθε τρία ή πέντε χρόνια.
Οι μελετητές διάλεξαν επτά δείκτες που σχετίζονται με καρδιομεταβολικό κίνδυνο ως παράμετρο αξιολόγησης της κατάστασης υγείας:
Συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση.
Χοληστερόλη.
Τριγλυκερίδια.
Δείκτης μάζας σώματος.
Επίπεδο σακχάρου του αίματος.
Ρυθμός καθίζησεως ερυθρών και
Δείκτης φλεγμονής.
Κάθε συμμετέχων λάμβανε έναν βαθμό για κάθε έναν από τους επτά παράγοντες κινδύνου. Εάν κάποιος έφτανε να έχει έξι ή περισσότερους δείκτες υψηλού κινδύνου, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι είχε ήδη αναπτύξει καρδιομεταβολική νόσο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεταξύ 33 και 65 ετών, ο μέσος αριθμός καρδιομεταβολικών παραγόντων υψηλού κινδύνου αυξανόταν περίπου κατά έναν βαθμό ανά δεκαετία, με μέσο όρο τους 3,8 βαθμούς έως την ηλικία των 65 ετών.
Ωστόσο, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, οι συμμετέχοντες με υψηλότερα επίπεδα νευρωτισμού είχαν λάβει περισσότερους βαθμούς.
Με την προσαρμογή των δημογραφικών χαρακτηριστικών όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση και το οικογενειακό ιστορικό καρδιακών παθήσεων, οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι έχουν 13% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιομεταβολική νόσο από τα άτομα με χαμηλό άγχος.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο υγείας, δημοσιεύονται μόνο για εκπαιδευτικούς και ενημερωτικούς σκοπούς και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ιατρική διάγνωση ή θεραπεία. Το Sputnik επισημαίνει την ανάγκη να συμβουλευτείτε κάποιον ειδικό πριν ακολουθήσετε οποιαδήποτε από τις συμβουλές που δημοσιεύονται στα άρθρα υγείας.
Δεν μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στη συνομιλία επειδή έχετε παραβεί τους κανόνες σχολιασμού.
Μπορείτε να συμμετέχετε ξανά στη συνομιλία σε: ∞.
Εάν δεν συμφωνείτε με τον αποκλεισμό, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας
Η συνομιλία είναι πλέον κλειστή. Έχετε τη δυνατότητα να συμμετέχετε στη συζήτηση για 24 ώρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου.